-
1 επιτευκτικος
31) способный достичь, могущий выполнить(ἕξις τῶν βελτίστων ἐ. Arst.)
2) достигающий цели, преуспевающий(ζῆλος Polyb.)
3) доступный, удобопроходимый, благоприятный(χώρα Polyb.)
См. также в других словарях:
επιτευκτικός — ἐπιτευκτικός, ή, όν (Α) [επιτευκτός] 1. ικανός να πετυχαίνει ό,τι επιδιώκει («ἡ δὲ εὐβουλία ἕξις... ἡ ἐπιτευκτικὴ τῶν ἐν τοῑς πρακτοῑς βελτίστων», Αριστοτ.) 2. απόλ. επιτυχής, αποτελεσματικός («πάντας εἰς αληθινὴν ἄσκησιν καὶ ζῆλον ἐπιτευκτικόν… … Dictionary of Greek